μονόμετρος

μονόμετρος
μονόμετρος
composed in one metre
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονόμετρος — η, ο (ΑΜ μονόμετρος, ον) νεοελλ. φυσ. αυτός που μετριέται με έναν μόνο αριθμό, π.χ. η θερμοκρασία, το μήκος, ο χρόνος κ.λπ. μσν. αρχ. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μέτρος (μέτρον] …   Dictionary of Greek

  • μονόμετρον — μονόμετρος composed in one metre masc/fem acc sg μονόμετρος composed in one metre neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Монометр — (μονόμετρος) стих, представляющий лишь один размер (метр), напр. состоящий из одной ямбической или хореической диподии …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • μονομέτρου — μονόμετρος composed in one metre masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομέτρων — μονόμετρος composed in one metre masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόμετρα — μονόμετρος composed in one metre neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Стих — Содержание 1 Стих в античном стихосложении 1.1 Стихи с двустопным метром …   Википедия

  • монометрия — МОНОМЕТРИ´Я (от греч. μονόμετρος составленный в одном стихотворном размере) единообразие избранного автором метра (стихотворного размера) в поэтическом произведении. Так, например, монометричен стих Пушкина в поэмах «Медный всадник», «Полтава», в …   Поэтический словарь

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”